- ἀπαγγελῶ
- ἀπαγγέλλωbring tidingsfut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτραγωδώ — ( έω) (AM ἐκτραγῳδῶ) εκθέτω κάτι με δραματικό τρόπο, μεγαλοποιώ αρχ. μσν. 1. περιγράφω με συγκινητικό τρόπο, παρουσιάζω κάτι τραγικότερο από ό,τι είναι 2. απαγγέλω με τραγικό τρόπο 3. απαγγέλλω, ρητορεύω 4. αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω … Dictionary of Greek
χρησμηγορώ — έω, Α [χρησμηγόρος] απαγγέλω χρησμούς, είμαι χρησμηγόρος* … Dictionary of Greek
υπαγορεύω — υπαγόρευσα, υπαγορεύτηκα, υπαγορευμένος 1. απαγγέλω κάτι μπροστά σε άλλον για να το γράψει ή να το επαναλάβει προφορικά: Ο διοικητής υπαγορεύει τον όρκο στους νεοσύλλεκτους. 2. μτφ., κάνω υπόδειξη, παρακινώ, συμβουλεύω: Η κατάσταση υπαγορεύει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)